λαγάζω

λαγάζω
1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω
2. σωπαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε -άζω (πρβλ. είκω - εικάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαγιάζω — 1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω 2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγάζω*, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”